Επισκοπικό

Επισκοπικό
Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 306 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 15 χλμ. Ν των Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίου Δημητρίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Νικόπολις — I Αρχαία πόλη της Ηπείρου, στον λαιμό της χερσονήσου της Πρέβεζας, που την ίδρυσε ο Αύγουστος μετά τη ναυμαχία του Ακτίου (31 μ.Χ.). Η θέση όπου ιδρύθηκε η N. δεν είχε τα προσόντα για να ελκύσει την προσοχή των αρχαίων Ελλήνων. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • επισκοπικός — ή, ό (AM ἐπισκοπικός, ή, όν) [επίσκοπος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον επίσκοπο ή στην επισκοπή (α. «επισκοπικό αξίωμα» β. «επισκοπικό δικαστήριο») 2. το ουδ. ως ουσ. το επισκοπικό ο επισκοπικός θρόνος, το δεσποτικό …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • άθρονος — η ο (Α ἄθρονος, ον) [θρόνος] αυτός που δεν έχει θρόνο, δεν εγκαταστάθηκε στον θρόνο του ή τόν έχει χάσει (για μέλη βασιλικών ή ηγεμονικών οικογενειών) αρχ. ο χωρίς (επισκοπικό) θρόνο «ἡμῑν... συγχωρήσατ ἄθρονον βίον» (Γρηγ. Ναζ.) …   Dictionary of Greek

  • αγγλικανισμός — Η επίσημη θρησκεία της Μεγάλης Βρετανίας από το 1534, οπότε o Ερρίκος H’ την απέσπασε από τον καθολικισμό. Αρχικά αγγλικανικές ονομάστηκαν οι δύο εκκλησιαστικές περιφέρειες του Καντέρμπερι και του Γιορκ. Μετά το Σχίσμα η ονομασία δόθηκε σε… …   Dictionary of Greek

  • αντιμεταρρύθμιση — Αντί για τον όρο Α., με τον οποίο έχει επικρατήσει να χαρακτηρίζεται η δράση που ανέπτυξε η Καθολική Εκκλησία στο δογματικό και πειθαρχικό πεδίο από τη σύνοδο του Τριδέντου (1545) και μετά για να ανακόψει την πρόοδο του προτεσταντισμού, μερικοί… …   Dictionary of Greek

  • ειρηναίος — I (1ος αι. μ.Χ.). Αλεξανδρινός γραμματικός, γνωστός και με το λατινικό όνομα Minucius Pacatus. Μαθήτευσε κοντά στον Ηλιόδωρο τον μετρικό και, όπως προκύπτει από το λατινικό όνομά του, είναι πιθανό ότι δίδαξε για ένα διάστημα και στη Ρώμη. Έγραψε… …   Dictionary of Greek

  • επιβάτης — ο (θηλ. επιβάτρια, επιβάτισσα) (AM ἐπιβάτης, ο θηλ. ἐπιβάτις) [επιβαίνω] ταξιδιώτης με πλοίο μσν. νεοελλ. αρχιερέας που κατέχει αντικανονικά επισκοπικό θρόνο («επιβάτης τού θρόνου») νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται μέσα σε οποιοδήποτε μεταφορικό… …   Dictionary of Greek

  • επιβήτορας — ο (AM ἐπιβήτωρ) [επιβαίνω] (για αρσενικό ζώο) αυτός που οχεύει, ο βατευτής μσν. νεοελλ. 1. αυτός που ανήλθε αντικανονικά σε επισκοπικό θρόνο 2. όποιος πήρε αντικανονικά αξίωμα ή εξουσία νεοελλ. 1. αρσενικό ζώο που χρησιμοποιείται αποκλειστικά για …   Dictionary of Greek

  • επιβαίνω — ἐπιβαίνω (Α) [βαίνω] 1. επιβιβάζομαι σε μεταφορικό μέσο 2. βατεύω, οχεύω μσν. νεοελλ. ανέρχομαι αντικανονικά σε επισκοπικό θρόνο ή εκτελώ επισκοπικά έργα έξω από τα όρια τής επισκοπής μου αρχ. μσν. 1. πατώ πάνω σε κάτι («μηδέποτε ἐπιβήσονται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”